-
1 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
-
2 музыка
музыка ж η μουσική" симфоническая \музыка η συμφωνική μουσική* * *жη μουσικήсимфони́ческая му́зыка — η συμφωνική μουσική
-
3 музыка
-и θ.1. μουσική•инструментальная музыка ενόργανη μουσική•
вокальная -• η φωνητική μουσική•
симфоническая музыка συμφωνική μουσική•
камерная музыка μουσική δωματίου•
танцевальная -μουσική χορού•
духовная музыка εκκλησιαστική μουσική•
духовая музыка μουσική πνευστών οργάνων•
похороны с -ой κηδεία με μουσική•
положить на -у μελοποιώ•
склонность к -е κλίση προς τη μουσική.
2. ορχήστρα•военная музыка η στρατιωτική μουσική.
|| μουσικό όργανο.3. υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη.εκφρ.музыка не та ή другая – εντελώς διαφορετικά, άλλο βιολί, όχι, το ίδιο βιολί. -
4 музыка
му́зык||аж ἡ μουσική:симфоническая \музыка ἡ συμφωνική μουσική· камерная \музыка ἡ μουσική δωματίου· легкая \музыка ἡ ἐλαφρά μουσική· танцевальная \музыка ἡ μουσική χοροῦ· учитель \музыкаи ὁ μουσικοδιδάσκαλος. -
5 симфонический
επ.συμφωνικός•-ая музыка συμφωνική μουσική•
симфонический концерт συμφωνική συναυλία•
симфонический оркестр συμφωνική ορχήστρα.
-
6 εννοώ
(ε) μετ.1) думать, намереваться, собираться; иметь в виду;δεν εννοεί να φύγει — он и не думает уходить;
εννοώ να πάμε μαζύ — я думаю, что мы (с вами) пойдём вместе;
2) понимать, постигать; разбираться (в чём-л.);σάς εννοώ καλώς — я вас хорошо понимаю;
εννοώ αρκετά την ελληνική — я достаточно хорошо понимаю по-гречески;
δεν εννοεί την συμφωνική μουσική — он не понимает симфонической музыки;
3) замечать, чувствовать, ощущать;με την συζήτησιν δεν εννοήσαμεν πότε παρήλθεν η ώρα — за беседой мы не заметили, как пролетело время;
4) хотеть, желать; требовать;εννοει ό,τι πεί να γίνεται — он требует, чтобы всё, что он говорит, было сделано;
εννοώ να φύγεις αμέσως — я хочу, чтобы ты сейчас же ушёл;
5) означить;τί εννοεί αυτή η λέξη; — что означает это слово? εννοούμαι — быть понятным;
μερικά χωρία τού Πινδάρου δεν εννοούνται πλήρως — некоторые места у Пиндара не совсем понятны;
εννοείται! — понятно!, разумеется!, конечно!;
τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — комментарии излишни;
§ να εννοούμεθα! — чтобы потом не было недоразумений!
-
7 музыка
η μουσικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > музыка
-
8 концерт
-а α.συναυλία, κονσέρτο•симфонический концерт συμφωνική συναυλία•
дать концерт δίνω συναυλία.
εκφρ.кошачий концерт – α) γατοκραυγές, γατοουρλιαχτό. β) δυσαρμονική μουσική.
См. также в других словарях:
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
συμφωνικός — ή, ό / συμφωνικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία νεοελλ. 1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα») 2. φρ. α) «συμφωνική μουσική» μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
καπρίτσιο — (capriccio). Όρος που απαντά στις εικαστικές τέχνες και κυρίως στη μουσική. (Ζωγρ.) Ζωγραφικό και κυρίως χαρακτικό είδος. Άκμασε τον 17ο και τον 18ο αι. και διακρίθηκε για την ελεύθερη φαντασία και την επινοητικότητα που επιδείκνυε. Αν και οι… … Dictionary of Greek
Ιμπέρ, Ζακ — (JacquesIbert, Παρίσι 1890 – 1962). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού και το 1919 κέρδισε το βραβείο της Ρώμης. Αν και πνευματικά βρισκόταν κοντά στην Ομάδα των Έξι, ο Ι. διατήρησε αυτόνομη καλλιτεχνική φυσιογνωμία, μακριά από… … Dictionary of Greek
Ριάδης, Αιμίλιος — (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αιμίλιου Κούη ή Κου, Θεσσαλονίκη 1886 ή 1880 – 1935). Έλληνας συνθέτης. Σπούδασε στη θεσσαλονίκη καθώς και στο Μόναχο, και για ένα χρονικό διάστημα έμεινε στο Παρίσι, όπου μελέτησε με τον Μορίς Ραβέλ* και συνδέθηκε με… … Dictionary of Greek
Βασιλένκο, Σεργκέι — (Sergei Vasilenko, Μόσχα 1872 – 1956). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Συνεχίζοντας την παράδοση των αντιπροσώπων της ρωσικής σχολής του 19ου αι., που τα ενδιαφέροντά τους διχάζονταν συχνά μεταξύ της μουσικής και άλλων κλάδων ολότελα άσχετων, σπούδασε… … Dictionary of Greek